- αποκεντρώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, απομακρύνω από το κέντρο, δίνω σε μιαν υπηρεσία δικαιώματα σχετικής ανεξαρτησίας από το κέντρο: Η κυβέρνηση αποφάσισε να αποκεντρώσει τις δασικές και γεωργικές υπηρεσίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.